αποδέκτης

αποδέκτης
Το πρόσωπο ή η αρχή όπου απευθύνεται ένα τηλεγράφημα, ένα τηλεφώνημα, μία επιστολή κλπ. Έτσι λέγεται επίσης και o τελικός σταθμός προορισμού ενός τηλεγραφήματος, ενώ o ενδιάμεσος σταθμός που πιθανώς να το δεχτεί λέγεται ενδιάμεσος σταθμός ανταπόκρισης. Αν οι α. είναι πολλοί, το τηλεγράφημα λέγεται πολλαπλούν και αν διαβιβάζεται συγχρόνως σε πολλούς σταθμούς, τότε αυτοί λέγονται πολλαπλοί α.,ενώ τέλος το επίσημο ή ημιεπίσημο τηλεγράφημα που προορίζεται για δημοσιότητα λέγεται ανακοινωθέν. (Φυσ.) Α. είναι η συσκευή η οποία μετατρέπει την ηλεκτρική ενέργεια σε ενέργεια άλλης μορφής, εκτός από τη θερμική. Έτσι έχουμε α. μηχανικούς, όπως είναι o ανεμιστήρας ή το ηλεκτροκίνητο αυτοκίνητο, α. μαγνητικούς, όπως οι ηλεκτρομαγνήτες που χρησιμοποιούνται στους γερανούς για την ανύψωση μεταλλικών βαρών, α. χημικούς, όπως το βολτάμετρο όπου η ηλεκτρική ενέργεια αποθηκεύεται ως χημική με τη βοήθεια της ηλεκτρολυτικής διάστασης.
* * *
ο (AM ἀποδέκτης) [αποδέχομαι]
αυτός που αποδέχεται κάτι, ο παραλήπτης
νεοελλ.
υπόγειος χώρος, υπόνομος όπου ρίχνονται απόβλητα ή απορρίμματα
αρχ.
αποδέκτης και διαχωριστής προσόδων του δημοσίου, που καταπιανόταν επίσης με φορολογικές αμφισβητήσεις.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποδέκτης — receiver masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αποδέκτης — ο 1. οπαραλήπτης: Το τηλεγράφημα παραδόθηκε στον αποδέκτη την ίδια μέρα. 2. αυτός που δέχεται (με την υπογραφή του) την υποχρέωση να πληρώσει: Ήταν ο αποδέκτης της συναλλαγματικής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀποδέκται — ἀποδέκτης receiver masc nom/voc pl ἀποδέκτᾱͅ , ἀποδέκτης receiver masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδεκτῶν — ἀποδέκτης receiver masc gen pl ἀποδεκτός acceptable masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέκταις — ἀποδέκτης receiver masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέκτην — ἀποδέκτης receiver masc acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέκτου — ἀποδέκτης receiver masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποδέκτῃ — ἀποδέκτης receiver masc dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σιταποδέκτης — ὁ, Α ο συλλέκτης τού σιταριού για τα δικαιώματα τού κράτους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῖτος + ἀποδέκτης (< ἀποδέχομαι), πρβλ. χρυσ αποδέκτης] …   Dictionary of Greek

  • Νορβηγία — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, στη Σκανδιναβία. Συνορεύει Α με τη Σουηδία, ΒΑ με τη Φινλανδία και τη Ρωσία, Β βρέχεται από τη θάλασσα Μπάρεντς και Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.H Ν. (της οποίας η ονομασία, Nόργκε ή Nοργκ σημαίνει δρόμος του βορρά),… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”